ζοΐα

  • 1ζόια — ζόια, ἡ (Α) αιολ. τ., βλ. ζωή …

    Dictionary of Greek

  • 2ζοίας — ζοΐᾱς , ζωή living fem acc pl (aeolic) ζοΐᾱς , ζωή living fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …

    Dictionary of Greek