ζμύρνα
1ζμύρνα — ζμύρνᾱ , ζμύρνα myrrh fem nom/voc/acc dual ζμύρνᾱ , ζμύρνα myrrh fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2ζμύρνᾳ — ζμύρναι , ζμύρνα myrrh fem nom/voc pl ζμύρνᾱͅ , ζμύρνα myrrh fem dat sg (doric aeolic) …
3ζμύρνας — ζμύρνᾱς , ζμύρνα myrrh fem acc pl ζμύρνᾱς , ζμύρνα myrrh fem gen sg (doric aeolic) …
4ζμύρναν — ζμύρνᾱν , ζμύρνα myrrh fem acc sg (doric aeolic) …
5ζμύρνης — ζμύρνα myrrh fem gen sg (attic epic ionic) …
6ζμύρνῃ — ζμύρνα myrrh fem dat sg (attic epic ionic) …
7σμάραγδος — ο, ΝΜΑ, και σμάραγδος και μάραγδος και ζμάραγδος, ἡ, Α πολύτιμος διαφανής διακοσμητικός λίθος, λαμπερή ποικιλία τής ευγενούς βηρύλλου, με βαθύ πράσινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στην παρουσία χρωμίου στην σύνθεσή του αρχ. 1. ως κύριο όν. ἡ… …
8σμυρνόμελαν — και ζμυρνόμελαν, έλανος, και σμυρνομελάνιον και σμυρνομέλανον, τὸ, Α παρασκεύασμα από μίγμα μελανιού και σμύρνας το οποίο χρησιμοποιούσαν στη μαγική. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύρνα / ζμύρνα + μέλαν (τὸ) «γραφική μελάνη»] …
9σμύρνα — Αγκαθωτό μικρό δέντρο της οικογένειας των Βουρσεριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι κομμιοφόρος η αβησσυνιακή. Η σ. είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αραβίας. Το ύψος της φτάνει τα 3 ως τα 5 μ., τα φύλλα της είναι φτερωτά και ο κορμός της έχει… …