ζιγγίβερι
1ζιγγίβερι — το (AM ζινγίβερις εως, ὁ, ἡ Μ και ζιγγίβερι και ζιτζίβερι και ζίγγιβερ, τὸ) κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού του ομώνυμου γένους, καθώς και τού ριζώματός του, που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ώς σήμερα στην μαγειρική, την ποτοποιία και… …
2ζιγγίβερι — ζιγγίβερις Delph. fem voc sg …
3τζίντζερ — το, Ν άκλ. βοτ. κοινή ονομασία τού πολυετούς ποώδους φυτού Zingiber officinale τού γένους ζιγγίβερι τής οικογένειας ζιγγιβερίδες, ιθαγενούς πιθανότατα τής νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και τού αρωματικού και με δριμεία γεύση ριζώματός του που… …
4γιγγίβερι — το το ζιγγίβερι, το φυτό πιπερόρριζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ζιγγίβερι] …
5ζιγγιβερέλαιο — το χημ. αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τη ρίζα τού φυτού ζιγγίβερι και χρησιμοποιείται στην ποτοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζιγγίβερι + έλαιο] …
6Ingber, der — Der Ingber, (im gem. Leb. Ingwer,) des s, plur. von mehrern Arten und Quantitäten, ut nom. sing. 1) Eigentlich, die getrocknete scharfe Wurzel einer Art des Cardamoms, welche so wohl in den Apotheken, als auch in den Küchen an die Speisen… …
7κάρι — (I) κάρι, εως, τὸ (Α) κάρον*, κύμινο («ἀπὸ κάρεως ἀναθυμίασις», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάρον* κατά τα ουδ. ον. σε ι, εως που δηλώνουν φυτά (πρβλ. ζιγγίβερι, εως)]. (II) το σκόνη από διάφορα μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. curry <… …
8πιπερόριζα — η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ζιγγίβερι, τού οποίου ο χυμός χρησιμοποιείται στην ποτοποιία …
9τζίντζερ έιλ — το, Ν άκλ. (τροφ. τεχνολ.) αεριούχο αναψυκτικό που αρωματίζεται με καρύκευμα από ζιγγίβερι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ginger ale] …
10τζεντζεφίλι — το, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού ζιγγίβερι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προέλευσης] …
- 1
- 2