ζητ
1Ζῆτ' — Ζῆτα , Ζήτης masc voc sg Ζῆτα , Ζήτης masc nom sg (epic) Ζῆται , Ζήτης masc nom/voc pl …
2ζῆτ' — ζῆτε , ζάω pres imperat act 2nd pl (attic epic ionic) ζῆτε , ζάω pres subj act 2nd pl (attic epic ionic) ζῆτε , ζάω pres ind act 2nd pl (attic epic ionic) ζῆται , ζάω pres subj mp 3rd sg (attic epic ionic) ζῆται , ζάω pres ind mp 3rd sg (attic… …
3Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …
4ευζήτητος — εὐζήτητος, ον (Α) αυτός που διαπιστώνεται ή εξακριβώνεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζήτητος (< ζητώ), πρβλ. α ζήτ ητος, περι ζήτητος)] …
5ζητιάνος — α, ικο ο επαίτης, αυτός που ζητάει ελεημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητ (< ζητώ) + ιάνος, πρβλ. πρωτευουσ ιάνος] …
6ζητιάρης — ο ζητιάνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητ (< ζητώ) + κατάλ. ιάρης (πρβλ. παιχνιδ ιάρης, παραπον ιάρης)] …
7πρωτευουσιάνος — α, ικο, Ν 1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την πρωτεύουσα 2. ο κάτοικος τής πρωτεύουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύουσα + κατάλ. ιάνος (πρβλ. ζητ ιάνος, καθαρευ ουσ ιάνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …