ζητρός
1ζητρός — ζητρός, ὁ (Α) ο δήμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο τού Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες τού Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το… …
2ζητρόν — ζητρός executioner masc acc sg …
3ζήλος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάλλαντα και κόρης του Ωκεανού, αδελφός της Νίκης, του Κράτους και της Βίας. Ήταν προσωποποίηση της φιλεργίας. Μαζί με τους αδελφούς του, καθόταν πάντα κοντά στον Δία. * * * (I) ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, τό, Α… …
4ζήτωρ — ζήτωρ, ὁ (Α) ο ζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζητρός] …
5ζητρείον — ζητρεῑον, τὸ (AM) (Α και ζήτρειον, δωρ. τ. ζατρεῑον [ζητρός] (στη Χίο) τόπος τιμωρίας τών δούλων …
6ζητρεύω — ζητρεύω, δωρ. τ. ζατρεύω (Α) [ζητρός] βασανίζω, τιμωρώ κάποιον με καταναγκαστικά έργα σε μύλο …
7ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… …
8i̯ā- : i̯ō- — i̯ā : i̯ō English meaning: to be angry; to be punish Deutsche Übersetzung: “erregt sein”, daher “bestrafen, rächen”, also “erregt sprechen, beschwören, preisen” Material: O.Ind. ved. yü van “Angreifer, Verfolger”, yü tár… …