ζητητικός
1ζητητικός — disposed to search masc nom sg …
2ζητητικός — ή, ό (AM ζητητικός, ή, όν) [ζητητής] 1. αυτός που έχει τάση για πνευματικές έρευνες 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Ζητητικοί οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι 3. το θηλ. η ζητητική το φιλοσοφικό σύστημα τών ζητητικών, η Σκεπτική φιλοσοφία αρχ. 1. (για… …
3ζητητικός — ή, ό αυτός που έχει την τάση να ερευνά την αλήθεια: Ζητητικοί φιλόσοφοι (οι σκεπτικοί) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ζητητικά — ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc pl ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc/acc dual ζητητικά̱ , ζητητικός disposed to search fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ζητητικώτερον — ζητητικός disposed to search adverbial comp ζητητικός disposed to search masc acc comp sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc comp sg …
6ζητητικῶν — ζητητικός disposed to search fem gen pl ζητητικός disposed to search masc/neut gen pl …
7ζητητικόν — ζητητικός disposed to search masc acc sg ζητητικός disposed to search neut nom/voc/acc sg …
8ζητητικαί — ζητητικός disposed to search fem nom/voc pl …
9ζητητικοῖς — ζητητικός disposed to search masc/neut dat pl …
10ζητητικοί — ζητητικός disposed to search masc nom/voc pl …