ζητηματικός
1ζητηματικός — ζητηματικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση τής αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, τος + καταλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη] …
2ζητηματικός — masc nom sg …
3ζητηματικοῦ — ζητηματικός masc/neut gen sg …