ζημίαις
1ζημίαις — ζημία loss fem dat pl …
2συγκαταζεύγνυμι — Α 1. συνδέω με γάμο, παντρεύω («τοὺς ἀγάμους... ζημίαις ἀπειλοῡντα συγκαταζεῡξαι ταῑς χηρευούσαις γυναιξί», Πλούτ.) 2. μέσ. συγκαταζεύγνυμαι μτφ. δένω τη ζωή μου με κάτι («ἄτῃ συγκατέζευκται κακῇ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταζεύγνυμι «ζεύω… …