ζηλῶ σε
1ζηλώ — (AM ζηλῶ, όω, Α και δωρ. τ. ζαλῶ, έω) [ζήλος Ι] 1. με ζήλο και πόθο προσπαθώ να αποκτήσω κάτι 2. μιμούμαι με ζήλο και ζέση 3. φθονώ τα αγαθά τού άλλου, ζηλοφθονώ μσν. αρχ. 1. μακαρίζω, καλοτυχίζω («ζηλῶ σε τοῡ νοῡ», Σοφ.) 2. αποδίδω φιλοφρονήσεις …
2ζηλῶ — ζηλέω to be zealous for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζηλέω to be zealous for pres ind act 1st sg (attic epic doric) ζηλόω vie with pres subj act 1st sg ζηλόω vie with pres ind act 1st sg …
3Ζήλω — Ζῆλος jealousy masc nom/voc/acc dual Ζῆλος jealousy masc gen sg (doric aeolic) …
4ζήλω — ζή̱λω , ζῆλος jealousy masc nom/voc/acc dual ζή̱λω , ζῆλος jealousy masc gen sg (doric aeolic) ζηλόω vie with pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ζηλόω vie with imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
5Ζήλῳ — Ζῆλος jealousy masc dat sg …
6ζήλῳ — ζή̱λῳ , ζῆλος jealousy masc dat sg …
7Ζήλωι — Ζήλῳ , Ζῆλος jealousy masc dat sg …
8αζήλωτος — η, ο (Α ἀζήλωτος, ον) αυτός που δεν τόν ζηλεύουν, ο μη αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζηλωτός < ζηλῶ] …
9αριζήλωτος — ἀριζήλωτος, ον (AM) και ζήλητος (Μ) αξιοζήλευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρι * + ζηλωτός < ζηλώ «ζηλεύω, φθονώ»] …
10ευγλωττία — η (ΑΜ εὐγλωττία και εὐγλωσσία) [εύγλωττος] η ευχέρεια τού λόγου, η ευφράδεια («ζηλῶ σε τῆς εὐγλωττίας», Αριστοφ.) αρχ. γλυκό κελάιδισμα …