ζευγίζω
1ζευγίζω — yoke in pairs pres subj act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs pres ind act 1st sg …
2ζευγίζω — (Α) [ζεύγος] συνδέω κατά ζεύγη κάτω από τον ίδιο ζυγό, ενώνω …
3ζευγίσω — ζευγίζω yoke in pairs aor subj act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs fut ind act 1st sg ζευγίζω yoke in pairs aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
4ἐζευγίσμεθα — ζευγίζω yoke in pairs plup ind mp 1st pl ζευγίζω yoke in pairs perf ind mp 1st pl …
5ἐζευγίσθησαν — ζευγίζω yoke in pairs aor ind pass 3rd pl …
6ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… …