ζεστότης
1ζεστότης — ζεστότης, ή (Α) [ζεστός] η θερμότητα τού νερού που βράζει …
2ζεστότητα — ζεστότης heat fem acc sg …
3ζεστότητος — ζεστότης heat fem gen sg …
4ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… …