ζατεύω
1ζατεύω — (Α) (δωρ. τ.), βλ. ζητεύω …
2ζατεύει — ζατεύω pres ind mp 2nd sg ζατεύω pres ind act 3rd sg ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind mp 2nd sg (doric) ζᾱτεύει , ζητεύω pres ind act 3rd sg (doric) …
3ζητεύω — (Α ζητεύω, δωρ. τ. ζατεύω) ζητώ κάτι ως ελεημοσύνη, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος σπάνιος τ. τού ζητώ] …