1ζαλόωσα — ζαλάω driving pres part act fem nom/voc sg (epic) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ζαλάω — (Α) [ζάλη] (συν. στη μτχ.) επιφέρω ζάλη, σηκώνω θύελλα, ξεσπάω σε θύελλα («ζαλόωσα... χάλαζα», Νικ.) …
Dictionary of Greek