ζέστη

  • 81σποδιάζομαι — Μ [σποδός / σποδιά] (για ψωμί) ψήνομαι μέσα στη ζεστή στάχτη …

    Dictionary of Greek

  • 82συννεφόκαμμα — το, και συννεφόκαψη, η, Ν συννεφιά και πολλή ζέστη, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύννεφο + κάμα / κάψη] …

    Dictionary of Greek

  • 83τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 84τροπικός — ή, ό / τροπικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τροπές τού ηλίου, στα ηλιοστάσια 2. φρ. «τροπικοί κύκλοι» ή, απλώς, «οι τροπικοί» (αστρον.·γεωγρ.) οι δύο κύκλοι τής Γης πουτροπικός βρίσκονται εκατέρωθεν τού ισημερινού σε… …

    Dictionary of Greek

  • 85υπερβολικός — ή, ό / ὑπερβολικός, ή, όν, ΝΜΑ [υπερβολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.) νεοελλ. 1. αυτός που υπερβαίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 86φιλόθερμος — η, ο / φιλόθερμος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσει η θερμότητα, η ζέστη νεοελλ. αυτός που ευδοκιμεί ή αναπτύσσεται σε θερμό περιβάλλον («φιλόθερμα φυτά» β. «φιλόθερμοι μύκητες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θερμός (πρβλ. ομοιό θερμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 87φωτιά — η, Ν [φως, φωτός] 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με καύση, πυρ 2. φλόγα 3. πυρκαγιά, εμπρησμός 4. μτφ. μάχη, πόλεμος 5. φρ. α) «βάζω φωτιά» i) πυρπολώ ii) μτφ. προκαλώ καβγά β) «φωτιά που μάς έκαψε» μάς βρήκε μεγάλη συμφορά γ) «βάζω… …

    Dictionary of Greek

  • 88χαμάμ — και χαμάμι, το, Ν άκλ. 1. θερμό λουτρό σε ξηρό και θερμό αέρα, που συνήθως ακολουθείται από μαλάξεις και πλύσεις με νερό, τουρκικό λουτρό 2. ο χώρος στον οποίο γίνεται το λουτρό αυτό 3. συνεκδ. κάθε κλειστός και πολύ ζεστός χώρος («χαμάμ έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 89χόβολη — η, ΝΜ θερμή τέφρα φωτιάς, ζεστή στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χόβολη, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από έναν αμάρτυρο βεν. τ. *fogolo (πρβλ. ιταλ. face «φωτιά», focalaio «εστία»), μέσω ενός τ. *φόγολη. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από έναν τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 90ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… …

    Dictionary of Greek