ζέστη

  • 41θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …

    Dictionary of Greek

  • 42θρακόβολη — η ζεστή στάχτη φωτιάς, η οποία περιέχει μικρά κομμάτια από αναμμένα κάρβουνα, θερμοσποδιά, χόβολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρακοβόλι «το μέρος στο οποίο τοποθετείται η αθράκα» < θράκα + βόλι < βάλλω (πρβλ. χόβολη)] …

    Dictionary of Greek

  • 43κάλμα — η 1. (για τη θάλασσα) ηρεμία, γαλήνη 2. ψυχική ηρεμία, αταραξία 3. καταπράυνση, κατευνασμός 4. η απραξία στις αγοραπωλησίες 5. μετάπτωση σε ηρεμότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. calma < ελλ. καῦμα «μεγάλη ζέστη που προκαλεί… …

    Dictionary of Greek

  • 44κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …

    Dictionary of Greek

  • 45κάψη — η (Μ κάψις) ζέστη, κάψα μσν. βάσανο, στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦ σις (ἔκαυ σα: ἔκαψα)] …

    Dictionary of Greek

  • 46καμίνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 315 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. ΝΑ της Ηγουμενίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παραμυθιάς του νομού Θεσπρωτίας. * * * το (AM καμίνιον) (υποκορ. τού κάμινος)… …

    Dictionary of Greek

  • 47καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …

    Dictionary of Greek

  • 48καυματούμαι — καυματοῡμαι, όομαι και καυματώνομαι (Μ) [καύμα] βασανίζομαι από τη ζέστη …

    Dictionary of Greek

  • 49καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …

    Dictionary of Greek

  • 50καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… …

    Dictionary of Greek