ζέστη

  • 31ζεστοκοπώ — άω ζεσταίνομαι ή ζεσταίνω πολύ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέστη + κοπώ* (πρβλ. γλεντο κοπώ, ιδρω κοπώ)] …

    Dictionary of Greek

  • 32ζεστόκαρδος — η, ο αυτός που έχει ζεστή καρδιά, ο ανοιχτόκαρδος …

    Dictionary of Greek

  • 33ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») …

    Dictionary of Greek

  • 34θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… …

    Dictionary of Greek

  • 35θέρμη — I Αρχαία μακεδονική πόλη του Θερμαϊκού κόλπου, στα ερείπια της οποίας, κατά τον Στράβωνα, χτίστηκε η Θεσσαλονίκη το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος όμως διαχωρίζει τη Θ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως ήταν η… …

    Dictionary of Greek

  • 36θέρος — (I) ο 1. ο θερισμός 2. η εποχή τού θερισμού 3. παροιμ. «θέρος, τρύγος, πόλεμος» λέγεται για κάτι που δεν επιδέχεται αναβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος, το με μεταβολή γένους]. (II) το (ΑΜ θέρος) μια από τις τέσσερεις εποχές τού χρόνου, η πιο ζεστή από… …

    Dictionary of Greek

  • 37θερμανία — θερμανία, ἡ (Μ) [θερμαίνω] η ζέστη …

    Dictionary of Greek

  • 38θερμοκάρδιος — α, ο αυτός που έχει ζεστή καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κάρδιος < καρδία (πρβλ. εγ κάρδιος, σπαραξι κάρδιος] …

    Dictionary of Greek

  • 39θερμορρύθμιση — Φυσιολογική λειτουργία που επιτρέπει στον οργανισμό να διατηρεί μία ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην αποβολή της θερμότητας, έτσι ώστε να διατηρείται σταθερή η θερμοκρασία του σώματος. Ο άνθρωπος και τα ανώτερα ζώα, στα οποία η… …

    Dictionary of Greek

  • 40θερμοσποδιά — θερμοσποδιά, ἡ (Α) ζεστή στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + σποδιά < σποδός «στάχτη»] …

    Dictionary of Greek