ζέστη
121αμμόλουτρο — το θεραπευτικό λουτρό μέσα σε ζεστή άμμο: Έκαμε κάμποσα αμμόλουτρα και ανακουφίστηκε από τους πόνους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
122αντηλιά — η ακτινοβολία φωτός και θερμότητας από αντανάκλαση των ακτίνων του ήλιου: Εδώ κάνει ζέστη, γιατί έρχεται η αντηλιά από τη θάλασσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
123ανυπόφορος — ανυπόφορος, η, ο και ανυπόφερτος, η, ο επίρρ. α εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να υποφέρει, να βαστάξει, αβάσταχτος: Τις τελευταίες μέρες η ζέστη έχει γίνει ανυπόφορη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124αξίνιστος — η, ο αυτός που δεν ξίνισε: Το φαΐ, μ όλη τη ζέστη, ήταν αξίνιστο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125αποκαρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αποναρκώνω, αποχαυνώνω: Η ζέστη τον είχε αποκαρώσει. Ουσ. αποκάρωση, η και αποκάρωμα, το ατος, αποχαύνωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126απονεκρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. κάνω κάποιον αναίσθητο, θανατώνω: Η ξηρασία και η ζέστη απονέκρωσαν τη βλάστηση. 2. φέρνω σε μαρασμό, εξαφανίζω τη ζωή και την κίνηση: Η γενική απεργία των εργαζόμενων χθες απονέκρωσε την πόλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127αστραποβολώ — ησα 1. βγάζω αστραπές: Από τη ζέστη αστραποβολούσε χτες τη νύχτα. 2. λάμπω, ακτινοβολώ: Τα μάτια της αστραποβολούσαν από την οργή της …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
128αφυδάτωση — η το να φύγει το νερό, αποστέγνωση: Από την πολλή τη ζέστη κόντευαν να πάθουν αφυδάτωση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)