ζέστη

  • 11ζέστα — ζέστα, η και ζέστη, η ζεστασιά: Λιποθύμησε από τη ζέστη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 12θαλπωρή — η 1. ζεστασιά ήπια και ευχάριστη. 2. μτφ., ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα: Οικογενειακή θαλπωρή. 3. συναίσθημα που γεννιέται απ αυτήν τη ζεστή ατμόσφαιρα, εμψύχωση: Ένιωσε θαλπωρή με τα παρηγορητικά λόγια που άκουσε. 4. περίθαλψη: Δε βρήκε στο… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 13Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… …

    Wikipedia

  • 14άναμμα — το (Α ἄναμμα) [ἀνάπτω] νεοελλ. 1. το να ανάβει κανείς, να βάζει φωτιά, η ανάφλεξη 2. παροχή ρεύματος σε ηλεκτρική συσκευή ή λαμπτήρα 3. υψηλή θερμοκρασία, υπερβολική ζέστη 4. πυρετός 5. ο ανώτατος βαθμός μιας καταστάσεως, η ένταση 6. σεξουαλική… …

    Dictionary of Greek

  • 15ακυρολογία — Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 16αλέα — I Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, του 5ου αι. π.Χ. Ήταν χτισμένη δυτικά της Στυμφαλίας, στο βάθος μεγάλης κοιλάδας, κοντά στο σημερινό χωριό Μπουγιάτι. Χτίστηκε από τον Αλέα, γιο του Αφείδαντα και εγγονό του Αρκάδα. Οι περισσότεροι κάτοικοί της… …

    Dictionary of Greek

  • 17ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 …

    Dictionary of Greek

  • 18ανάθαλψη — η (Μ ἀνάθαλψις) [ἀναθάλπω] η εκ νέου θέρμανση, ξαναζέσταμα μσν. θερμότητα, ζέστη …

    Dictionary of Greek

  • 19αναβίωση — Χαρακτηριστική ικανότητα διαφόρων ζωικών (π.χ. πρωτόζωων και βοαδυπόρων) και φυτικών οργανισμών (όπως οι λειχήνες, οι μύκητες και τα βακτήρια) να αποκτούν πάλι την κανονική ζωτικότητα έπειτα από μια περίοδο αναστολής της, λόγω εξωτερικών αιτιών,… …

    Dictionary of Greek

  • 20αναβρασίλα — η αναβρασμός, υπερβολική ζέστη, κουφόβραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάβραση + ίλα] …

    Dictionary of Greek