ζέννυμι
1ζέννυμι — (Α) βλ. ζέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζέω] …
2επιζέννυμι — ἐπιζέννυμι (Α) βράζω, θερμαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζέννυμι, μτγν. παράλλ. τ. τού ζέω «βράζω»] …
3ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο …