ζέμμα

  • 1ζέμμα — το [ζεύω] ζέψιμο, ζεύξη …

    Dictionary of Greek

  • 2ζέμα — ζέμα, τὀ (AM, Α και ζέμμα, Μ και ζέμαν) [ζέω] αφέψημα, ρόφημα μσν. ζεστό, καυτό νερό αρχ. 1. ζύμωση 2. μτφ. ασέλγεια, ακολασία 3. βράσιμο …

    Dictionary of Greek