ζάπεδον
1ζάπεδον — neut nom/voc/acc sg …
2ζάπεδον — το βλ. δάπεδον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού δάπεδον* με ζα * αντί δα (βλ. και λ. ζακόρος)] …
3ζαπέδῳ — ζάπεδον neut dat sg …
4μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… …
5ζαπέδωι — ζαπέδῳ , ζάπεδον neut dat sg …
6dem-, demǝ- — dem , demǝ English meaning: to build; house Deutsche Übersetzung: “bauen”, originally probably “zusammenfũgen” Material: Gk. δέμω “build”, from the heavy basis participle perf. pass. δεδμημένος, Dor. (Pindar) νεόδμᾱτος “ newly… …