εὖ-δοξία

  • 1θετικοδοξία — η ο θετικισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θετικός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, ορθο δοξία, πολυ δοξία] …

    Dictionary of Greek

  • 2θεοδοξία — θεοδοξία, ἡ (Α) ο δοξασμός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δοξία (< δοξος < δοκώ), κατά τα ά δοξος > α δοξία. ορθό δοξος > ορθο δοξία] …

    Dictionary of Greek

  • 3θνητοδοξία — η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται την παντελή θνητότητα τού ανθρώπου, δηλ. την ανυπαρξία ψυχής μετά θάνατον, αλλ. θανατοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ετερο δοξία, φιλο δοξία] …

    Dictionary of Greek

  • 4κουφοδοξία — κουφοδοξία, ἡ (Α) ματαιοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + δοξία (< δοξῶ / δοξος < δόξα), πρβλ. ματαιο δοξία, ορθο δοξία] …

    Dictionary of Greek

  • 5σαθροδοξία — ή, Α αστάθεια πίστης ή γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαθρός + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. μεγαλο δοξία, ορθο δοξία] …

    Dictionary of Greek

  • 6υλοδοξία — η, Ν παλαιότερος λόγιος όρος για τον υλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + δοξία (< δοξος < δόξα), πρβλ. ματαιο δοξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Βράϊλα] …

    Dictionary of Greek

  • 7ЕВДОКСИЯ —    • Eudoxia,          Ευδοξία или Ευδοκία,        1. дочь вождя франков Баутона, супруга императора Аркадия и мать Феодосия Младшего, главная противница Иоанна Златоуста. Умерла в 404 г. от Р. X.;        2. Афенаида, родившаяся в 401 г. от Р.… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 8Православие — Христианство Портал:Христианство Библия Ветхий Завет · Новый …

    Википедия

  • 9Вселенская Православная церковь — Христианство Портал:Христианство · ‎ Библия Ветхий Завет · Новый Завет Апокрифы Евангелие Десять заповедей Нагорная проповедь Троица Бог Отец …

    Википедия

  • 10Восточная православная церковь — Христианство Портал:Христианство · ‎ Библия Ветхий Завет · Новый Завет Апокрифы Евангелие Десять заповедей Нагорная проповедь Троица Бог Отец …

    Википедия