εὖ ἐναρηρός od
1ἐναρηρός — ἐναραρίσκω fit perf part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) …
2εναραρίσκω — ἐναραρίσκω (Α) εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.) …
1ἐναρηρός — ἐναραρίσκω fit perf part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) …
2εναραρίσκω — ἐναραρίσκω (Α) εναρμόζω, προσαρτώ, προσαρμόζω («στειλειόν... εὖ ἐναρηρός» στειλιάρι καλά προσαρμοσμένο, Όμ.) …