εὖ ποιητός
1ποιητός — made masc nom sg …
2ποιητός — ή, όν,ΜΑ [ποιώ] 1. αυτός που μπορεί να ποιηθεί, που μπορεί να κατασκευαστεί 2. αυτός που έχει δημιουργηθεί από τον θεό, σε αντιδιαστολή με τον ίδιο τον θεό που είναι άναρχος αρχ. 1. κατασκευασμένος («σάκεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. προσποιητός …
3ποιητόν — ποιητός made masc acc sg ποιητός made neut nom/voc/acc sg …
4ποιητοῖο — ποιητός made masc/neut gen sg (epic) …
5ποιητοῖς — ποιητός made masc/neut dat pl …
6ποιητοῖσι — ποιητός made masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7ποιητοῖσιν — ποιητός made masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8ποιητοί — ποιητός made masc nom/voc pl …
9ποιητούς — ποιητός made masc acc pl …
10ποιητῆς — ποιητός made fem gen sg (attic epic ionic) …
Страницы