εὖ ποιητός
21Pijjut — Unter Pijjut (Plural: Pijjutim, hebräisch: פיוט) wird die für den liturgischen Gebrauch bestimmte Dichtung verstanden, die im jüdischen Gottesdienst gesungen bzw. vorgetragen wird. Inhaltsverzeichnis 1 Name 2 Geschichte 3 Gattungen und Formen …
22Pijut — Der hebräische Begriff Pijjut (plural: Pijjutim, hebräisch:פיוט) bezeichnet die für den liturgischen Gebrauch bestimmte Dichtung im jüdischen Gottesdienst. Inhaltsverzeichnis 1 Begriff 2 Geschichte 3 Gattungen und Formen 4 Quelle …
23ανθρωποποίητος — ον ο ανθρωπόπλαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + ποιητός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ι. Σούτζο] …
24γεννητός — γεννητός, ή, όν (AM) [γεννώ] αυτός που οφείλει την ύπαρξή του σε γέννηση και δεν πλάστηκε ως κτίσμα τής Δημιουργίας («θεὸν γεννητὸν κατὰ σάρκα», «οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῑς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῡ Βαπτιστοῡ», ΚΔ) ή δεν υιοθετήθηκε («εἴτε… …
25ευεκποίητος — η, ο (Α εὐεκποίητος, ον) νεοελλ. αυτός που πωλείται εύκολα αρχ. (για τροφή) αυτός που αφομοιώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ ποίητος (< εκ ποιώ)] …
26κισσοποίητος — κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, ον (Α) κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ποίητος (< ποιῶ)] …
27ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …
28Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …
29ποιηταῖν — ποιητής maker masc gen/dat dual ποιητός made fem gen/dat dual …
30ποιηταῖς — ποιητής maker masc dat pl ποιητός made fem dat pl …