εὖ ποιητός
11ποιητή — ποιητός made fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
12ποιητῶς — ποιητός made adverbial …
13ποιητῷ — ποιητός made masc/neut dat sg …
14ημιποίητος — ἡμιποίητος, ον (Α) ο κατασκευασμένος κατά το ήμισυ, ο μισοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ποίητος (< ποιώ), πρβλ. ανεκ ποίητος, θεο ποίητος] …
15θεοποίητος — θεοποίητος, ον (AM) ο πλασμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο ποίητος, χειρο ποίητος] …
16ιπποποίητος — ἱπποποίητος, ον (Α) αυτός που προξενήθηκε από άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππό) * + ποίητος (< ποιῶ), πρβλ. βου ποίητος, χειρο ποίητος] …
17πατροποίητος — και πατροπόητος και πατροφοίητος, ον, Α αυτός που έγινε σαν πατέρας κάποιου, θετός πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ποίητος (< ποιητός < ποιῶ), πρβλ. θεο ποίητος] …
18ποιητά — ποιητά̱ , ποιητής maker masc nom/voc/acc dual ποιητής maker masc voc sg ποιητής maker masc nom sg (epic) ποιητός made neut nom/voc/acc pl ποιητά̱ , ποιητός made fem nom/voc/acc dual ποιητά̱ , ποιητός made fem nom/voc sg (doric aeolic) …
19ποιητῶν — ποιητής maker masc gen pl ποιητός made fem gen pl ποιητός made masc/neut gen pl …
20Pajtan — Der hebräische Begriff Pijjut (plural: Pijjutim, hebräisch:פיוט) bezeichnet die für den liturgischen Gebrauch bestimmte Dichtung im jüdischen Gottesdienst. Inhaltsverzeichnis 1 Begriff 2 Geschichte 3 Gattungen und Formen 4 Quelle …