εὖθριξ
1εύθριξ — εὖθριξ και ἐΰθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίο τρίχωμα ή πτέρωμα («ἐΰτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μαλλιαρός, δασύς 3. (για άγκιστρο) αυτός που έχει προσδεθεί με στερεά τριχιά («ἐΰτριχι ἀγκίστρῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρίξ «τρίχα»] …
2εὖθριξ — with beautiful hair masc/fem nom/voc sg …
3εὔτριχας — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc pl …
4εὔτριχες — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem nom/voc pl …
5εὔτριχι — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem dat sg …
6ἐύτριχας — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem acc pl …
7ἐύτριχες — εὖθριξ with beautiful hair masc/fem nom/voc pl …
8εύοπτος — (I) εὔοπτος, ον (ΑΜ) ελκυστικός, ωραίος («ἦν δὲ καλὸς ὁ Τσιμισχῆς, εὔοπτος, εὔχρους, εὔθριξ», Κ. Μανασσ.) αρχ. 1. αυτός που φαίνεται εύκολα, ανοιχτός στην όραση, ορατός, φανερός («οὐκ ἐν εὐόπτω οἰκέουσιν αἱ νοῡσοι», Ιπποκρ.) 2. περιφανής,… …
9εύτριχος — εὔτριχος, ον (Α) εὖθριξ*, με ωραίες τρίχες, καλότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριχος (< θριξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, ολιγό τριχος] …
10εὐτρίχων — εὔτριχος masc/fem/neut gen pl εὖθριξ with beautiful hair masc/fem gen pl …
- 1
- 2