εὔ-στᾰχυς
1στάχυς — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεύτερος μετά τον απόστολο Ανδρέα επίσκοπος Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι γνωστό, αν είναι εκείνος προς τον οποίο απόστολος Παύλος στέλνει ασπασμό (προς Ρωμαίους, επιστολή}. Η μνήμη του τιμάται, την 31η Οκτωβρίου …
2στάχυς — στάχῡς , στάχυς ear of corn masc acc pl στάχῡς , στάχυς ear of corn masc nom/voc pl στάχῡς , στάχυς ear of corn masc nom sg …
3στάχυς ο φαρμακευτικός — Πολυετής πόα της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ελλάδα, σε δάση και λιβάδια της ορεινής και υποορεινής ζώνης. Είναι φαρμακευτικό φυτό, με αντιπυρετικές και αντισπαστικές ιδιότητες. Έχει βλαστούς τετραγωνικούς …
4σταχύεσι — στάχυς ear of corn masc dat pl …
5σταχύεσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl …
6σταχύεσσι — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) …
7σταχύεσσιν — στάχυς ear of corn masc dat pl (epic aeolic) …
8σταχύων — στάχυς ear of corn masc gen pl …
9στάχυας — στάχυς ear of corn masc acc pl …
10στάχυες — στάχυς ear of corn masc nom/voc pl …