εὔ-σκαρθμος
1σκαρθμός — leaping masc nom sg …
2σκαρθμός — ὁ, Α 1. πήδημα, σκίρτημα, τρέξιμο («ἵππου σκαρθμός», Άρατ.) 2. συνεκδ. (για πλοίο) ο γοργός πλους σε κυματώδη θάλασσα («σκαρθμὸς στόλου», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ τού σκαίρω* + επίθημα θμός (πρβλ. κλαυ θμός, ρυ θμός)] …
3σκαρθμοῖς — σκαρθμός leaping masc dat pl …
4σκαρθμοῖσι — σκαρθμός leaping masc dat pl (epic ionic aeolic) …
5σκαρθμοῖσιν — σκαρθμός leaping masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6σκαρθμοί — σκαρθμός leaping masc nom/voc pl …
7σκαρθμούς — σκαρθμός leaping masc acc pl …
8σκαρθμῶν — σκαρθμός leaping masc gen pl …
9σκαρθμῷ — σκαρθμός leaping masc dat sg …
10σκαρθμόν — σκαρθμός leaping masc acc sg …
Страницы
- 1
- 2