εὔ-κρῐτος
1κριτός — κριτός, ή, όν (Α) [κρίνω] εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) …
2κριτός — separated masc nom sg …
3κριτόν — κριτός separated masc acc sg κριτός separated neut nom/voc/acc sg …
4κριτοί — κριτός separated masc nom/voc pl …
5κριτούς — κριτός separated masc acc pl …
6κριτῆς — κριτός separated fem gen sg (attic epic ionic) …
7ιδιόκριτος — ἰδιόκριτος, ον (Α) ιδιόρρυθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά κριτος, ά κριτος] …
8θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… …
9κριτά — κριτά̱ , κριτής judge masc nom/voc/acc dual κριτής judge masc voc sg κριτής judge masc nom sg (epic) κριτός separated neut nom/voc/acc pl κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc/acc dual κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc sg (doric aeolic) …
10Ληρόκριτος — Ληρόκριτος, ὁ (Α) λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό κριτος] …