εὔχαρι

  • 1εὔχαρι — εὔχαρις charming masc/fem voc sg εὔχαρις charming neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εύχαρις — ι (ΑΜ εὔχαρις, ι) αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαρις νεοελλ. βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτών αρχ. 1. (επίθ. τού Έρωτος και τής Αφροδίτης) ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος 2. (για τόπους) ευάρεστος 3. το ουδ. ως ουσ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 3ՊԱՏՇԱՃՈՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0617 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 10c գ. τὸ εὕχαρι . որպէս Վայելչութիւն. բարեյարմարութիւն. գեղեցկութիւն. *Բազմութիւն պատրեալ վասն պատշաճողութեան գործոյն. Իմ. ՟Ծ՟Դ. 20: *Առնէ նաւակատիս՝ աստուածային գոգցես պատշաճողութեամբ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)