εὔφορτος
1εύφορτος — εὔφορτος, ον (Α) 1. (για πλοίο) αυτός που έχει κανονικό φορτίο, που έχει όσο φορτίο ή έρμα πρέπει να μεταφέρει για να ταξιδεύει άνετα, ο ταχύπλοος («εύφορτοι νάες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.) 2. ευχάριστος, χαριτωμένος («γούνασιν εὐφόρτοις», Οππ.).… …
2εὔφορτος — well freighted masc/fem nom sg …
3εὔφορτον — εὔφορτος well freighted masc/fem acc sg εὔφορτος well freighted neut nom/voc/acc sg …
4εὐφόρτοις — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl …
5εὐφόρτοισι — εὔφορτος well freighted masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6εὔφορτοι — εὔφορτος well freighted masc/fem nom/voc pl …