εὔστομος

  • 21εὐστομωτέρας — εὐστομωτέρᾱς , εὔστομος with mouth of good size fem acc comp pl εὐστομωτέρᾱς , εὔστομος with mouth of good size fem gen comp sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 22εὔστομ' — εὔστομα , εὔστομος with mouth of good size neut nom/voc/acc pl εὔστομε , εὔστομος with mouth of good size masc/fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 23ευστομία — η (ΑΜ εὐστομία Α και εὐστομίη) [εύστομος] καλλιέπεια, ευφράδεια, ευγλωττία («φυσική τις ἐπιτρέχει τοῑς Λυσίου λόγοις εὐστομία καὶ χάρις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. γλυκό κελάηδημα 2. (για τροφή) καλή γεύση, νοστιμιά 3. δεξιοτεχνία στην αυλητική …

    Dictionary of Greek

  • 24ευστομώ — εὐστομῶ, έω (Α) 1. [εύστομος] 1. (για αηδόνι) κελαηδώ ωραία («ἠκροῶντο δὲ ὥσπερ εὐστομούσης ἀηδόνος», Φιλόστρ.) 2. (για πρόσ.) μιλώ με καθαρή προφορά («πρῶτον μὲν εὐθὺς εὐστομεῑν διδάσκεται τέρπων ἅπαντας», Λουκιαν.) 3. (για νόμο) είμαι σαφής 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 25στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …

    Dictionary of Greek