εὔρυϑμος
1εὔρυθμος — rhythmical masc/fem nom sg …
2εύρυθμος — η, ο (ΑΜ εὔρυθμος, ον) 1. (για μουσική ή λόγο) αυτός που έχει ωραίο, κανονικό ρυθμό 2. συμμετρικός, με αρμονική αναλογία τών μερών μσν. αρχ. (για πρόσωπα) ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. καλά προσαρμοσμένος 2. (για τον σφυγμό) κανονικός 3. φρ.… …
3εύρυθμος — η, ο επίρρ. α αυτός που έχει καλό ρυθμό, ρυθμικός, κανονικός: Εύρυθμη λειτουργία σχολείου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εὐρυθμότερον — εὔρυθμος rhythmical adverbial comp εὔρυθμος rhythmical masc acc comp sg εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc comp sg …
5εὐρυθμότατα — εὔρυθμος rhythmical adverbial superl εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc superl pl …
6εὐρυθμότατον — εὔρυθμος rhythmical masc acc superl sg εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc superl sg …
7εὐρύθμως — εὔρυθμος rhythmical adverbial εὔρυθμος rhythmical masc/fem acc pl (doric) …
8εὔρυθμον — εὔρυθμος rhythmical masc/fem acc sg εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc sg …
9εὐρυθμοτέρους — εὔρυθμος rhythmical masc acc comp pl …
10εὐρυθμότερα — εὔρυθμος rhythmical neut nom/voc/acc comp pl …