εὔρητος
1εύρητος — εὔρητος, ον (Α) αυτός που λέγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρητός] …
2εὐρήτους — εὔρητος easy to tell masc/fem acc pl …
3εὔρητοι — εὔρητος easy to tell masc/fem nom/voc pl …
4Οιχαλία — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Ευρυτανίας, χτισμένη στον άνω ρου του Καμπύλου ποταμού, τον σημερινό Μέγδοβα, και στους πρόποδες του Τυμφρηστού. 2. Πόλη στην Τραχινία. 3. Πόλη της Μεσσηνίας, που ιδρύθηκε από τον Μελανέα, γιο του… …
5ЕВРЕТ — [греч. Εὐρήτος], мч. упоминание о нем сохранилось только в Житии прп. Феодора Сикеота (кон. VI 1 я пол. VII в.; BHG, N 1748), где говорится, что в юности Феодор посещал церковь в Иополе (Илиополе (?), М. Азия), в к рой совершалась память Е. Ист …