εὔογκος
1εύογκος — εὔογκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλό, αρκετό όγκο, ο ογκώδης 2. φρ. «εὔογκος φωνή» ηχηρή (σε αντιδιαστολή με την ψιλή) φωνή 3. μτφ. βαρύς, σπουδαίος 4. αυτός που έχει σχετικώς μεγάλο όγκο ή έχει διασταλεί σε όγκο («τοιοῡτον γὰρ ἀποτελεῑ τὸ… …
2εὔογκος — of good size masc/fem nom sg …
3εὐογκότερον — εὔογκος of good size adverbial comp εὔογκος of good size masc acc comp sg εὔογκος of good size neut nom/voc/acc comp sg …
4εὐόγκως — εὔογκος of good size adverbial εὔογκος of good size masc/fem acc pl (doric) …
5εὔογκον — εὔογκος of good size masc/fem acc sg εὔογκος of good size neut nom/voc/acc sg …
6εὐογκοτάτη — εὔογκος of good size fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
7εὐογκότερα — εὔογκος of good size neut nom/voc/acc comp pl …
8εὐογκότεραι — εὔογκος of good size fem nom/voc comp pl …
9εὐογκότεροι — εὔογκος of good size masc nom/voc comp pl …
10εὐογκότερος — εὔογκος of good size masc nom comp sg …
- 1
- 2