εὔδιος
1εὔδιος — calm masc/fem nom sg …
2εύδιος — ο (ΑΜ εὔδιος, ον) [ευδία] (για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.) μσν. αρχ. (για πρόσ.) φαιδρός, ήπιος («εὔδιος ἡ ψυχή», Ιουστ.) αρχ. 1. ειρηνικός, ήσυχος («εὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.) 2 …
3εὐδιώτερον — εὔδιος calm masc acc comp sg εὔδιος calm neut nom/voc/acc comp sg εὔδιος calm adverbial …
4εὐδίως — εὔδιος calm adverbial εὔδιος calm masc/fem acc pl (doric) …
5εὔδιον — εὔδιος calm masc/fem acc sg εὔδιος calm neut nom/voc/acc sg …
6ψεύδις — εύδιος, ὁ, ἡ, Α [ψεῡδος] (ποιητ. τ.) ψευδής …
7εὐδιαίτερος — εὔδιος calm masc nom sg …
8εὐδίοις — εὔδιος calm masc/fem/neut dat pl …
9εὐδίου — εὔδιος calm masc/fem/neut gen sg …
10εὐδίους — εὔδιος calm masc/fem acc pl …