εὔγματα

  • 1εὔγματα — εὔ̱γματα , εὖγμα neut nom/voc/acc pl εὐγμα boast neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2εύγμα — εὖγμα, τὸ (Α) 1. καύχημα («κενὰ εὔγματα εἰπών», Ομ. Οδ.) 2. πληθ. τὰ εὔγματα οι ευχές, οι προσευχές («μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχ (εύχομαι) + κατάλ. μα] …

    Dictionary of Greek

  • 3εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… …

    Dictionary of Greek

  • 4εὔγματ' — εὔ̱γματα , εὖγμα neut nom/voc/acc pl εὔ̱γματι , εὖγμα neut dat sg εὔ̱γματε , εὖγμα neut nom/voc/acc dual εὔγματα , εὐγμα boast neut nom/voc/acc pl εὔγματι , εὐγμα boast neut dat sg εὔγματε , εὐγμα boast neut nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)