εὔβουλος
1Εὔβουλος — well advised masc nom sg …
2εὔβουλος — well advised masc/fem nom sg …
3εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… …
4εύβουλος — η, ο αυτός που σκέφτεται σωστά, ο συνετός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5Εύβουλος ή Ευβουλεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Στην Ελευσίνα τον τιμούσαν ως θεό ή ήρωα, γιο της Δήμητρας ή ενός Αργείου, του Τροχίλου. Επίσης, υπήρχε η άποψη ότι ήταν αδελφός του Τριπτόλεμου, της Πρωτονόης και της Μίσης. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Ε. ήταν χοιροβοσκός στη… …
6εὐβουλότερον — εὔβουλος well advised adverbial comp εὔβουλος well advised masc acc comp sg εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc comp sg …
7εὐβουλότατα — εὔβουλος well advised adverbial superl εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc superl pl …
8εὐβουλότατον — εὔβουλος well advised masc acc superl sg εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc superl sg …
9εὐβούλως — εὔβουλος well advised adverbial εὔβουλος well advised masc/fem acc pl (doric) …
10εὔβουλον — εὔβουλος well advised masc/fem acc sg εὔβουλος well advised neut nom/voc/acc sg …