εὔβολος
1εύβολος — εὔβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάρι («Μίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος») 2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά 3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχος («εὔβολος ἄγρη», Οππ.). επίρρ... εὐβόλως 1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων»… …
2εὔβολος — throwing luckily masc/fem nom sg …
3εὐβολώτερον — εὔβολος throwing luckily masc acc comp sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc comp sg εὔβολος throwing luckily adverbial …
4εὐβόλως — εὔβολος throwing luckily adverbial εὔβολος throwing luckily masc/fem acc pl (doric) …
5εὔβολον — εὔβολος throwing luckily masc/fem acc sg εὔβολος throwing luckily neut nom/voc/acc sg …
6εὐβολωτάτου — εὔβολος throwing luckily masc/neut gen superl sg …
7εὐβολώτατος — εὔβολος throwing luckily masc nom superl sg …
8εὔβολοι — εὔβολος throwing luckily masc/fem nom/voc pl …
9βολεί — απρόσ. 1. υπάρχει χώρος, ευρυχωρία 2. είναι βολετό, δυνατό («θέλουν, μα δε βολεί να λησμονήσουν», Μαβίλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ευβολεί < εύβολος «επιτυχημένος, καλότυχος» (πρβλ. και λ. βολεύω)] …
10βολεύω — 1. τακτοποιώ, κάνω να χωρέσουν πράγματα σε χώρο που μάλλον δεν επαρκεί, εξοικονομώ 2. (με αντικείμενο πρόσωπο) α) τακτοποιώ, αποκαθιστώ β) τον βάζω στη θέση του, τον αποστομώνω ή τον περιορίζω γ) γαμώ 3. φρ. α) «τα βολεύω» τα καταφέρνω, με… …
- 1
- 2