εὔβοιαν
1Εὔβοιαν — Εὔβοια as fem acc sg …
2BOMO vel BOHMO — BOMO, vel BOHMO olim Euboea dicta, teste Hesychiô, Βαμὼ οὕτως ἡ Μάκρις ὠνομάζετο. Macris i. e. Eubaea, teste eôdem. Μάκρις. Ε῎υβοια ἡ νῆσος bohmo Arabibus pecora, vel pacudes significat ut Ebraeis behemoth. Itaque insula bohmo est insula pecudum …
3CHALCIS — I. CHALCIS Graece Χαλκὶς, nomen avis, ἀπὸ τῆς χάλκης; quibusdam noctua est, quae Graecis γλαῦξ. Item piscis, et serpentis, quibus similiter non tam a patria, quam a colore coeurleo, de quo diximus supra in voce Calcha, illud haesit. Et quidem… …
4Τιτανίδα — η / Τιτανίς, ίδος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. Τιτηνίς Α μυθ. καθεμιά από τις αδελφές ή τις συζύγους τών Τιτάνων («Τιτανὶς Θέμις», Αισχύλ.) αρχ. (κατά τον Ησύχ.) α) «Τιτανὶς γῆ ἤτοι πᾱσα ἡ γῆ [ἤ] ἡ [Ἀττικὴ] ἀπὸ τῶν κατεχόντων» β) «Τιτανίδα τὴν Εὔβοιαν».… …
5κακουργώ — (AM κακουργῶ, έω) [κακούργος] κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. μσν. (για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω αρχ. 1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.) 2 …
6κατακολπίζω — (Α) εισπλέω σε κόλπο, προσορμίζομαι («ἐπ Εὔβοιαν πλεούσας αὐτὰς ἐς Αἴγιναν κατακολπίσαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κολπίζω (< κόλπος)] …
7ναίω — (I) ναίω (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) (γενικά) κατοικώ («ὄχθαις ὕπο Ταϋγέτου ναίοντες», Πίνδ.) 2. (για τόπους) κείμαι, βρίσκομαι («νήσων αἳ ναίουσι πέρην ἁλός», Ομ. Ιλ.) 3. παραχωρώ σε κάποιον τόπο για να κατοικήσει, εγκαθιστώ, κατοικίζω… …