εὑχερής
1εὐχερής — tolerant of masc/fem nom sg …
2ευχερής — ές (ΑΜ εὐχερής, ές) αυτός τον οποίο εύκολα χειρίζεται κάποιος, αυτός που γίνεται ή πραγματοποιείται εύκολα, ο εύκολος, ο άκοπος μσν. ικανός σε κάτι αρχ. 1. (για πρόσ. και ζώα) α) ενδοτικός, υποχωρητικός, εύκολος, βολικός β) επιδέξιος, επιτήδειος …
3ευχερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, εύκολος, άνετος (αντίθ. δυσχερής) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εὐχερῆ — εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐχερής tolerant of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐχερής tolerant of masc/fem acc sg (attic epic doric) …
5εὐχερέστερον — εὐχερής tolerant of adverbial comp εὐχερής tolerant of masc acc comp sg εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc comp sg …
6εὐχερεστέρων — εὐχερής tolerant of fem gen comp pl εὐχερής tolerant of masc/neut gen comp pl …
7εὐχερεῖ — εὐχερής tolerant of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐχερής tolerant of masc/fem/neut dat sg …
8εὐχερεῖς — εὐχερής tolerant of masc/fem acc pl εὐχερής tolerant of masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
9εὐχερές — εὐχερής tolerant of masc/fem voc sg εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc sg …
10εὐχερέστατα — εὐχερής tolerant of adverbial superl εὐχερής tolerant of neut nom/voc/acc superl pl …