εὑφρόνη

  • 21Μναμόνα — Μναμόνα, ἡ (Α) η μητέρα τών Μουσών, η Μνημοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων, πιθ. συντετμημένος τ. τού Μναμο[σύ]νη (πρβλ. ευφροσύνη: ευφρόνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 22ευφρονίδης — εὐφρονίδης, ὁ (Α) [ευφρόνη] γιος τής Νύκτας …

    Dictionary of Greek

  • 23εύφρων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ανδριαντοποιός από την Πάρο (5ος αι. π.Χ.). Η υπογραφή του είναι χαραγμένη σε βάθρο, το οποίο βρέθηκε στον Πειραιά. Το όνομά του είναι επίσης γραμμένο σε δύο βάθρα που βρέθηκαν στην Ακρόπολη. 2. Χαλκουργός (4ος αι.… …

    Dictionary of Greek

  • 24πανεύφρων — ον, Α αυτός που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐφρόνη «νύχτα»] …

    Dictionary of Greek

  • 25εὐφρόναν — εὐφρόνᾱν , εὐφρόνη the kindly time fem acc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)