εὑφροσύνη
1Εὐφροσύνη — mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2Εὐφροσύνῃ — Εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἐυφροσύνη — εὐφροσύνη mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ἐυφροσύνῃ — εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) …
5ευφροσύνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις Χάριτες, αδελφή της Αγλαΐας και της Θάλειας, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης ή Αυτονόης. Άλλη παράδοση την αναφέρει ως κόρη της Νύχτας και του Ερέβους. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η… …
6εὐφροσύνη — εὐφρόσυνος cheery fem nom/voc sg (attic epic ionic) εὐφροσύνη mirth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7εὐφροσύνῃ — εὐφρόσυνος cheery fem dat sg (attic epic ionic) εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) …
8ευφροσύνη — η μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση, αγαλλίαση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9εὐφροσύνηι — εὐφροσύνῃ , εὐφρόσυνος cheery fem dat sg (attic epic ionic) εὐφροσύνῃ , εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) …
10Εὐφροσύνηι — Εὐφροσύνῃ , Εὐφροσύνη mirth fem dat sg (attic epic ionic) …