εὑρέθην

  • 1εὑρέθην — εὑρίσκω find aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) εὑρίσκω find aor ind pass 1st sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2обрѣстисѧ — (475), ОБРѦЩ|ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1.Быть найденным, обнаружиться. отыскаться: Иже причьтьникъ въ кърчьмьници обрѧштетьсѧ ѣдыи. да отълѹченъ бѹдеть. (εἰ... φωραϑείη ἐσϑίων) КЕ XII, 17б; възискаѥми бѣша старьци ѿ новы германовы вътороѥ и третиѥѥ и не… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 3βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …

    Dictionary of Greek

  • 4μονοπέδιλος — η, ο (Α μονοπέδιλος, ον) αυτός που φορά μόνο ένα πέδιλο, μονοσάνδαλος («κι ευρέθην μονοπέδιλος την ώραν οπού είχε γίνει άφαντον το ζώον», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέδιλον] …

    Dictionary of Greek