εὑπορῶ
1ευπορώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …
2ευπορώ — έω (ΑΜ εὐπορῶ) [εύπορος] είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεση μσν. αρχ. 1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» έχω πάρα πολλά να πω γ. «τοῡτο εὐπορῶ» έχω έτοιμη… …
3ευπορώ — είμαι εύπορος, έχω τον τρόπο μου, είμαι οικονομικά πλούσιος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4εὐπορῶ — εὐπορέω prosper pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐπορέω prosper pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
5εὐπόρῳ — εὔπορος easy to pass masc/fem/neut dat sg …
6εξευπορώ — ἐξευπορῶ, έω (Α) [ευπορώ] 1. παρέχω με αφθονία 2. βρίσκω διέξοδο …
7επικλύζω — ἐπικλύζω (AM) μτφ. πιέζω, βαρύνω, στενοχωρώ («ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῑς», Λουκιαν.) αρχ. 1. καλύπτω με νερό, πλημμυρίζω, κατακλύζω («ὄθι κύματ’ ἐπ’ ἠιόνος κλύζεσκον», Ομ. Οδ.) 2. (για αφηρημ. έννοιες, διαθέσεις, καταστάσεις,… …
8ευμαρώ — εὐμαρῶ, έω (Α) [ευμαρής] ευπορώ, έχω αφθονία αγαθών («τὸ δὲ πάντων εὐμαρεῑν οὐδὲν γλυκὺ θυατοῑσιν», Βακχυλ.) …
9ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… …
10ευπόρημα — εὐπόρημα, τὸ (Α) [ευπορώ] όφελος, πλεονέκτημα …
- 1
- 2