εὑκταῖος
1εὐκταῖος — of masc nom sg …
2ευκταίος — α, ο (ΑΜ εὐκταῑος, α, ον) 1. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος και επιθυμεί να γίνει, ο επιθυμητός, ο ποθητός (α. «ευκταία η συνεργασία τών κομμάτων» β. «γάμος γάρ... εὐκταῑον κακόν», Μέν.) 2. αυτός τον οποίο εύχεται κάποιος να αποκτήσει («Ἅιδου …
3εὐκταῖον — εὐκταῖος of masc acc sg εὐκταῖος of neut nom/voc/acc sg …
4εὐκταῖα — εὐκταῖος of neut nom/voc/acc pl …
5εὐκταῖαι — εὐκταῖος of fem nom/voc pl …
6εὐκταιότερον — εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of adverbial comp εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of masc acc comp sg εὐκταῑότερον , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc comp sg …
7εὐκταιοτάτων — εὐκταῑοτάτων , εὐκταῖος of fem gen superl pl εὐκταῑοτάτων , εὐκταῖος of masc/neut gen superl pl …
8εὐκταιότατα — εὐκταῑότατα , εὐκταῖος of adverbial superl εὐκταῑότατα , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc superl pl …
9εὐκταιότατον — εὐκταῑότατον , εὐκταῖος of masc acc superl sg εὐκταῑότατον , εὐκταῖος of neut nom/voc/acc superl sg …
10εὐκταία — εὐκταί̱ᾱ , εὐκταῖος of fem nom/voc/acc dual εὐκταί̱ᾱ , εὐκταῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …