εὑθάνατος
1ευθάνατος — εὐθάνατος, ον (Α) φρ. «εὐθάνατος θάνατος» η ευθανασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θάνατος] …
2εὐθάνατος — dying easily masc/fem nom sg …
3εὐθανάτως — εὐθάνατος dying easily adverbial εὐθάνατος dying easily masc/fem acc pl (doric) …
4εὐθάνατον — εὐθάνατος dying easily masc/fem acc sg εὐθάνατος dying easily neut nom/voc/acc sg …
5απευθανατίζω — ἀπευθανατίζω (Α) [ευθάνατος] βρίσκω ωραίο θάνατο …
6ευθανασία — Όρος, ο οποίος στην αρχική έννοιά του σημαίνει ένδοξος, ωραίος, ήσυχος και φυσικός θάνατος, ο οποίος γίνεται δεκτός με πνεύμα γαλήνιο, ως μια τέλεια περάτωση της ζωής. Επίσης, ο όρος υποδηλώνει τον ανώδυνο θάνατο που προκαλείται ή επισπεύδεται με …
7ευθανατώ — εὐθανατῶ, έω (Α) [ευθάνατος] πεθαίνω με ένδοξο θάνατο …
8ευθνήσιμος — εὐθνήσιμος, ον (Α) αυτός που πεθαίνει με εύκολο θάνατο, ο ευθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θνήσιμος < θνῄσκω] …
9θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …