εὐ-ᾰγωγία

  • 1καταγωγία — καταγωγία, ἡ (Α) πανδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. αν αγωγία, συν αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 2κλειδαγωγία — κλειδαγωγία, ἡ (Α) επιγρ. πομπή, λιτανεία κλειδούχων, κλειδοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + αγωγία (< αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. λαφυρ αγωγία, παιδ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 3κομπαγωγία — κομπαγωγία, ἡ (Α) καυχησιολογία, κομπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος «καύχησις» + αγωγία < αγωγῶ < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, σκληρ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 4κτηναγωγία — κτηναγωγία, ἡ (Α) 1. άδεια χρησιμοποίησης κτηνών τού δημοσίου 2. (κατ άλλους) πιθ. η εξαγωγή κτηνών από μια χώρα σε άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία, χειρ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 5κακαγωγία — κακαγωγία, ἡ (Α) κακή αγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + αγωγία (< αγωγος < ἄγω), πρβλ. σκληρ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 6σεληναγωγία — ἡ, Α η πορεία, η τροχιά τής σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. μισθ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 7τρυφεραγωγία — ἡ, Α τρυφηλή ανατροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. σκληρ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 8φαλλαγωγία — ἡ, Α η περιαγωγή τού φαλλού κατά την διονυσιακή πομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός), πρβλ. δημ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 9χορταγωγία — ἡ, Μ συγκομιδή χόρτου, ιδίως για ζωοτροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + αγωγία (< αγωγός < ἀγωγός < ἄγω), πρβλ. λαφυρ αγωγία] …

    Dictionary of Greek

  • 10φαλλαγώγια — τὰ, Α τα φαλληφόρια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλλός + αγώγια (< αγωγός < ἀγωγός)] …

    Dictionary of Greek