εὐ-ψῡχία

  • 1ψυχία — ψυχίον neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κακοψυχία — κακοψυχία, ἡ (Α) 1. κακοφυΐα, κακή φυσική ιδιότητα, κακό φυσικό 2. (κατ επέκτ.) δειλία, ολιγοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία, φιλο ψυχία] …

    Dictionary of Greek

  • 3πονοψυχία — η, ΝΑ, πονοψυχιά, Ν νεοελλ. ευσπλαγχνία, συμπόνια, οίκτος αρχ. πόνος ψυχής, θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + ψυχία (< ψυχος < ψυχή), πρβλ. μεγαλο ψυχία] …

    Dictionary of Greek

  • 4ANIMETTA — palla dicitur in Ecclesia Romana quae calicem tegit; quod quasi anima in Corporali plicato includatur et conservetur. Ios. Vicecomes l. 7. c. 5. Graeco Auctori, ψυχία, a ψυχή, anima, Dominic. Macer Hierolex. Vide infra Corporale …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5αμοργός — Νησί (121,06 τ. χλμ., 1.873 κάτ.) των Κυκλάδων. Έχει μήκος 18 χλμ., πλάτος 3 έως 5 χλμ. και μήκος ακτών περίπου 112 χλμ. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι ο Κρίκελος (822 μ.). Το νησί, αν και άγονο, παράγει μικρές ποσότητες φάβας, μήλων,… …

    Dictionary of Greek

  • 6τηλεψυχία — η, Ν η τηλεπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. telepsychie < τηλ(ε) * + ψυχία (< ψυχος < ψυχή)] …

    Dictionary of Greek

  • 7υποψυχία — ἡ, Α ψυχρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. ὑπ(ο) * + ψυχία (< ψυχής / ψύχος < ψῦχος)] …

    Dictionary of Greek

  • 8ψιττίον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψιττία ψυχία». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. τού ψιχίον] …

    Dictionary of Greek